Σήμερα όταν ξύπνησα σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήγα στο μπάνιο, έπλυνα το πρόσωπο μου, μετά πήγα στη κουζίνα να πιω το γάλα μου... έτσι δεν γράφαμε στις εκθέσεις του σχολείου και μας κυνηγούσαν οι καθηγητές που με τα αυτονόητα να γεμίζαμε την κόλλα; Σήμερα όμως δεν πρόκειται για τα καθημερινά τα συνηθισμένα Σήμερα ήρθαν για πρωινό καφέ οι γείτονες δηλαδή η Χρυσούλα και ο Λωνίδης. Στο χωριό σπάνια πίνω καφέ στο σπίτι τους και αυτό γιατί κάθε μέρα η Χρυσούλα στην αυλή της κι εγώ στη δική μου με τον καφέ η καθεμία στο χέρι μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Μιας και ανέφερα τους ανέμους και τα νερά σκέφτηκα πως στο νησί όλες οι κουβέντες ξεκινούν από τον καιρό, συνήθως από τον ουρανό και καταλήγουν όλες μαζί στη θάλασσα. Σκεφθείτε ποσών λέξεις, φωνές, σκέψεις να πέφτουν στη θάλασσα, να ξεπλένονται, να γυρνούν πεντακάθαρες στα μυαλά μας. Χαρά, μεγάλη χαρά νοιώθω σήμερα που είδα τους γείτονες μου, σα να ήρθαν τα Λειβάδια στην Αθήνα, σα να μυρίζει καλαμάρι κρασάτο που μαγειρεύει αυτή τη στιγμή μια Κορθιανή φίλη, σα ν' ακούω φωνές από το ποταμό... σαν... σαν να ελπίζω πως από τη χαρά της η μάνα μου θα συγχωρέσει τα απανωτά σφάλματα μου:
1. Της έβαλα φωτογραφία 2. Δεν άλλαξα το παλιό-σκέπασμα του καναπέ, "μα να δούνε στην Αμερική το κουρέλι" θα λέει. 3. Εκοψα το τραπέζι με τα κεράσματα, τα κουλουράκια, τα παστέλια. 4. Δεν της είπα να βγάλει τη ποδιά. Μετά από όλα αυτά δεν με ξεπλένει όλη η Άβυσσος!