Πολύ πρωί της Κυριακής βρέθηκα ανάμεσα σ' ένα δάσος από κατάρτια κάτω από την Καστέλα. Όση ώρα έκανε ιστιοπλοΐα η κόρη της φίλης μου άκουγα τους γονείς που περίμεναν τα παιδιά τους να μιλάνε για τις ταραχές στα Εξάρχεια, στην αρχή χάζευα τη θάλασσα και δεν άκουγα τι λέγανε, γιατί από ταραχές το αρχιπέλαγος των Εξαρχείων άλλο τίποτα... Όταν όμως κάποιος αναφέρθηκε στη δολοφονία ενός 15χρονου παιδιού πάγωσα, δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα; ήμουν εντελώς στη
κοσμάρα μου! Νόμιζα ότι ήταν ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό, ράθυμο από το χθεσινό γλέντι. Κοίταζα μια την Αθήνα στο βάθος και μια τα σπίτια της
Καστέλας. Ξαφνικά η ομορφιά του τοπίου με πλήγωσε, δεν την άντεχα, ξαφνικά τα κατάρτια γίνανε σπαθιά και τα σπίτια βράχια που
κατρακυλούσαν πάνω μου... Δεν θέλω λοιπόν να μάθω λεπτομέρειες, δεν με αφορούν οι συνθήκες, δεν θέλω να μάθω ποιος άρχισε πρώτος, ποιος το συνέχισε, ποιοι δεν ήταν στις θέσεις τους και ποιοι έκαναν τουμπεκί ψιλοκομμένο! Ενα παιδί που χθες γλεντούσε με τους φίλους σήμερα δεν ζει. Μια αφορμή, μια μόνο αφορμή, κάποιος να πει μια κουβέντα παραπάνω, μια μικρή σπίθα, ένα τόσο δα γεγονός και ο κόσμος, ο παλιόκοσμος έτσι όπως τον ξέρουμε χάνει παντοτινά τη γνώριμη όψη του. Εκεί να σας δω γλέντια! Εκεί να μας δω τι μαγκιά θα πουλήσουμε και σε ποιόν, τώρα είναι το παιδί του αλλουνού και μερικές δεκάδες σπασμένα τζάμια. Όταν όμως...
Το παιδί το λέγανε
Αλέξη Γρηγορόπουλο