Ένας γάτης, ένα μωρό γατάκι στις πλάκες της Αγοράς κοιτάζει με απορία τους περαστικούς και με φόβο προσέχει τους επίσης περαστικούς σκύλους (ευτυχώς)! Οι γάτηδες είναι είδος προς εξαφάνιση τα τελευταία χρόνια που οι περισσότεροι έχουν γίνει σκυλό - φιλόζωοι και επειδή άλλαξε πολύ η ζυγαριά υπέρ των σκύλων, είμαι με το μέρος των γάτηδων, διότι είναι πιο διακριτικοί και τελευταία έχω κάτι πάθει και δεν μπορώ τις φωνές και τα γαβγίσματα.
Οι σκύλοι υποκρίνονται συχνά πως ξεσαλώνουν
Μα μοναχά γαβγίζουνε και σπάνια δαγκώνουν
Ο Σκύλος πάντως ο κοινός, ο τρέχων, ο συνήθης,
Είναι χαζοχαρούμενος και ελαφρώς ευήθης.
Τον κάνεις από ηδονή κι από χαρά να λιώνει
Αν τον χαϊδέψεις μοναχά κάτω απ' το σαγόνι.
T.S.Eliot
lifo.gr
Οι σκύλοι υποκρίνονται συχνά πως ξεσαλώνουν
Μα μοναχά γαβγίζουνε και σπάνια δαγκώνουν
Ο Σκύλος πάντως ο κοινός, ο τρέχων, ο συνήθης,
Είναι χαζοχαρούμενος και ελαφρώς ευήθης.
Τον κάνεις από ηδονή κι από χαρά να λιώνει
Αν τον χαϊδέψεις μοναχά κάτω απ' το σαγόνι.
T.S.Eliot
lifo.gr
Νίκος Καββαδίας
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι Γάτες των Φορτηγών
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ’ το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ’ στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.