Φωνές, φασαρία, ξεφωνητά στον ποταμό. Τα φακό σαν πυγολαμπίδες φωτίζουν τα μονοπάτια. Κάνει λίγη ψύχρα. Ο ουρανός πάνω από του Βραχνού αλλάζει χρώματα στο λεπτό. Μαύρο, Μοβ, σκούρο κόκκινο, βαθύ μπλε. Πρόβατα, κοκόρια γαϊδούρια φωνάζουν αναστατωμένα παρέα με σκυλιά που κόβουν νευρικά βόλτες. Φωνές, εκνευρισμός. Ξεκινάμε, είναι πίσσα σκοτάδι, φοβάμαι. Τρέχω για να μην μείνω πίσω, φοβάμαι αλλά είμαι χαρούμενη. Όσο ανεβαίνουμε τα χόρτα γίνονται πυκνά. Μπροστά μας η ανηφόρα της Καυκάρας. Ανεβαίνουμε γρήγορα, έχουμε αφήσει πίσω τους μεγάλους. Το μοναστήρι πλησιάζει, το χρώμα τ' ουρανού να ανοίγει. Κοφτές αναπνοές και λαχάνιασμα. Η μυρωδιά της ρίγανης παντού, δεν προλαβαίνω να κοιτάξω πουθενά. Ύστερα μετά το προσκύνημα στην πάνω ταράτσα θα χαζέψω την ιλιγγιώδη θέα. Θα αφήσω το μυαλό να φύγει, να πετάξει πάνω από τα χωριά. Ακούω τις ψαλμωδίες, τα μουλάρια να ξεφυσούν... Από τότε, που ήμουν παιδί, μέχρι σήμερα έχω ανέβει πολλές φορές με τα πόδια. Μετρώ έτσι τις δυνάμεις μου, ξορκίζω τα χρόνια που φεύγουν. Η συγκίνηση σχεδόν ίδια. Άντε και του χρόνου, χρόνια πολλά Παντελή (σόι μου) Παντελή γείτονα, χρόνια πολλά σε όλους. Πατέρα Ευδόκιμε να είσαι πάντα καλά.