Η ανταμοιβή μιας σκληρής μέρας: κάθομαι στο κατώφλι της καλής πόρτας και απολαμβάνω μια πολύ παγωμένη μπύρα. Φυσάει δροσερό αεράκι, μετρώ τα φώτα των απέναντι χωριών, χάνω τον λογαριασμό γρήγορα κι αρχίζω από την αρχή. Οι γείτονες κοιμούνται, το ίδιο και τα τζιτζίκια, όχι όμως μια κουκουβάγια, ένα τριζόνι, ένα σκυλί πιο μακριά. Ακούω τα λάστιχα των αυτοκινήτων καθώς κατεβαίνουν την Σωτήρα. Φορές μια ριπή δυνατού ανέμου κάνει τα δένδρα να χορεύουν, μετά όλα μαζί ησυχάζουν. Στο βάθος σα ν' ακούω φωνές, γέλια, αγγέλους να ψέλνουν, κύματα, τη μηχανή μιας βάρκας, τον κτύπο μιας καμπάνας και ένα πατζόυρι που χτυπά την κάσα... Είμαι κουρασμένη. θυμάμαι πολλούς ερχομούς στην Άνδρο. Οι περισσότεροι είχαν και από ένα γλαφηρό επεισόδιο που έχω ξεχάσει. Ολες μ΄όλες οι φορές, αυτή η στιγμή που ζω τώρα την είχαν ίδια: αμήχανα να προσπαθώ ν΄αφήσω πίσω τις εικόνες της πόλης, γλυκά να παραδίνομαι στο Ανδριώτικο αεράκι...
* και πως αλλιώς να μιλήσεις για τον άνεμο της Ανδρου, πως να τον εικονογραφήσεις που έρχεται ξαφνικά και σαν αόρατη μπέρτα μας τυλίγει.
Καλά αφεντικούλη ζωγράφισες για ακόμα μια φορά και εγώ ήμουν εκεί δα,διπλά σου στην πεζούλα ,,,
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΚΑΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Και πώς να πείς κάποτε, σπάνια ίσως, σα φεύγει ξαφνικά, μιά παρουσία που χάνεται, ένα είναι, πού βασανιστικά προσπαθείς να ανακαλύψεις τί άλλαξε, όταν ο Ανδριώτικος αέρας απότομα κοπάζει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ