|
Φωτογραφία: Βαγγέλης Γαβριήλ |
Η ώρα ήτο γλυκυτάτηּ η κόπωσίς μου ωσαύτως. Όπως συμβαίνει συχνά με αυτούς που επιθυμούν να κοιμηθούν, έστριβα από το ένα πλευρό στο άλλο, για να βρω μια θέσι αναπαυτική επί του χώματος, επικαλούμενος συνεχώς τον ύπνο. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έπεφτα, όχι κατά τρόπο τρομακτικό, όπως συμβαίνει στους εφιάλτας, αλλά μαλακά και ηδονικά, μέσα σ΄ έναν μπαξέ της ιδιαιτέρας μου πατρίδος Άνδρου, όπου, την άνοιξι, οι ανθισμένες λεμονιές σκορπούν τα μύρα τους, με τόσην επιμονή και τόσον έντονα, που πλημμυρίζουν, όχι μόνο τον αέρα, αλλά και τα πιο ερμητικώς κλειστά δωμάτια, και τα πιο βαθειά σεντούκια και συρτάρια, κάτω από τα μακρουλά και στρογγυλά κυπαρισσένια βορδωνάρια.
Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή προσωπική μυθολογία, Η Μανταλένια
Πωπωπωπωπωπω συνεφιές βλέπω έχετε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα σας
Καλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι συννεφιές έχομε και αέρα και αρκετή ψύχρα, Κουτρουλό. Καιρός για χουζούρεμα, αλλά...